- ἐγχειρήσεων
- ἐγχειρήσεω̆ν , ἐγχείρησιςtaking in handfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Galēnos — Galēnos, Claudius, geb. 131 n. Chr. in Pergamum, wo sein Vater Nikon Architekt war; er studirte Philosophie u. Medicin erst in seiner Vaterstadt, dann nach seines Vaters Tode 152 in Smyrna, Korinth u. Alexandrien, bes. Anatomie. Zurückgekehrt… … Pierer's Universal-Lexikon
μηνιγγοφύλαξ — μηνιγγοφύλαξ, ακος, ὁ (Α) 1. μεταλλικό προστατευτικό κάλυμμα το οποίο χρησιμοποιούνταν για την προστασία τής μήνιγγας από πιθανή βλάβη κατά τη διάρκεια εγχειρήσεων που γίνονταν στο κρανίο 2. είδος επιδέσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆνιγξ, ιγγος + φύλαξ … Dictionary of Greek
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek
φαρυγγοστομία — η, Ν ιατρ. προσωρινή αναστόμωση τής φαρυγγικής κοιλότητας με την επιφάνεια τού λαιμού, σε περιπτώσεις εκτεταμένων εγχειρήσεων τής περιοχής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. faryngostomie] … Dictionary of Greek
χειρουργική — Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με τις παθολογικές καταστάσεις και νόσους, που θεραπεύονται με μηχανικά κυρίως μέσα συνήθως με επεμβάσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται ειδικά εργαλεία. Η χ. υπήρξε ασφαλώς η πρώτη ιατρική του ανθρώπου, ο… … Dictionary of Greek
κουράρε ή κουράριο — Αλκαλοειδές που απομονώνεται από διάφορα τροπικά φυτά της Αμερικής –και ιδιαίτερα του γένους Strychnos– και προκαλεί παράλυση. Η ουσία αυτή έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν από ιθαγενείς της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής για να δηλητηριάζουν τα… … Dictionary of Greek
Χάντερ — (Hunder). Επώνυμο 2 Άγγλων γιατρών. 1. Ουίλιαμ (1718 – 1783). Διάσημος ανατόμος. Αρχικά σπούδασε θεολογία στη Γλασκόβη και έπειτα ιατρική. Το 1746 διαδέχτηκε τον Σαρπ στη διδασκαλία της ανατομικής στη Χειρουργική Εταιρεία του Ναυτικού. Το 1764… … Dictionary of Greek
εγχειρητική — η (ενν. τέχνη), κλάδος της χειρουργικής που εξετάζει τους τρόπους και τις μεθόδους των εγχειρήσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)